-
1 γένει
γένοςrace: neut nom /voc /acc dual (attic epic)γένεϊ, γένοςrace: neut dat sg (epic ionic)γένοςrace: neut dat sg -
2 γένει'
γένεια, γένειονpart covered by the beard: neut nom /voc /acc pl -
3 γενειάτης
A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. [suff] γενει-ᾶτις,τρίγλα Sophr.31
; [dialect] Ion.γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάτης
-
4 γενειάζω
A get a beard, come to man's estate, D.H.1.76, AP12.12 (Flacc.);ἄρτι γενειάσδων Theoc.11.9
, cf. CIG 3715 (Apamea Bith.): [tense] pf.γεγενείακα Philem.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάζω
-
5 γενείασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενείασις
-
6 γενειάσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάσκω
-
7 γενειαστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειαστήρ
-
8 γενειάς
A beard, κυάνεαι.. γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176;δάσκιον γενειάδα A.Pers. 316
, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78;πρός <σε> γενειάδος.. ἄντομαι E.Supp. 277
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάς
-
9 γενειάω
A = γενειάζω, grow a beard, get a beard,ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι Od.18.269
, cf. 176, Hp.Nat.Puer.20, X.An.2.6.28, etc.;εἰς ἄνδρα γενειῶν Theoc.14.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάω
-
10 γενειόλης
A = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειόλης
-
11 γένειον
A part covered by the beard, chin, Od.16.176;πολιὸν γ. Il.22.74
; esp. in supplication,ἔλλαβε χειρὶ γενείου 8.371
;γ. χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος 10.454
;γενείου λευκήρη τρίχα A.Pers. 1056
(lyr.), cf. Th. 666, Hdt.2.36: in pl., S.OT 1277, Plu.Ant.1;κείρασθαι τὰ γ. Id.Cat.Mi.53
: prov. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γ. τε καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar.Av. 902.4 pl., teeth of a saw, Nic.Th.53.5 dub. sens. in IG11(2).165.11, 28 (Dclos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γένειον
-
12 γένος
a folk, clan, people, nation ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.25ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71
κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν Blepsiadai O. 8.83εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει P. 5.124
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
ἕπεται δέ, ( ἐπέβα coni. Wil.) Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ ( πολυγνώτῳ γένει coni. Er. Schmid) N. 10.37καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2.ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20
φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 3. and therefore, lineage, descent βασιλεύς, ἐξὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος P. 9.14
of horses? Πος]ειδάνιο[ν] γένος[ (sc. ? ἵππων Bury) Pae. 2.41b children, offspring Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον the children of Oidipous O. 2.42 τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες Agamemnon and Menelaos O. 13.58 “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος, οἳ” the children of the Argonauts by the women of Lemnos P. 4.51 ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος Euphamos and Periklymenos P. 4.173 ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (τὰς Γοργόνας. Σ.) P. 12.13 more generally, children, descendants, line: εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει the descendants of the people of Akragas O. 2.15τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.256
πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.3
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ paraphr. Rittershusius: ἐς γένος Fulv. Orsinus: i. e. the descendants of Peleus) N. 4.68 ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας the line of Neoptolemos N. 7.39 Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (Θηβαίοις. Σ.) I. 1.30 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι Παρθ. 1. 13. specifically, child, son: “ οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” Asklepios P. 3.41c fragg. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]ν γένος[ Θρ. 4b. 2. -
13 γένος
A race, stock, kin,ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354
;αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583
; ;γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
;γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62
; : freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544, 896, S.Ph. 239, etc.; in [dialect] Att. freq. with the Art., ;Ar.
Pax 186, cf. Pl.Sph. 216a: so in dat.,γένει πολῖται D.23.24
; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT 1430;οἱ ἔξω γένους Id.Ant. 660
;οὐδὲν ἐν γένει Id.OT 1016
;γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1
;γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13
: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, , cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp. 388.2 direct descent, opp. collateral relationship,γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33
; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol. 1285a16, 1313a10.II offspring, even of a single descendant,σὸν γ. Il.19.124
, 21.186;ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180
;ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th. 654
; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant. 1117 (lyr.);Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj. 784
.2 collectively, offspring, posterity,ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126
;ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71
.III generally, race, of beings, ;ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23
; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant. 342;ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9
.b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21;ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497
, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat. gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.e of animals, breed, Id.4.29.2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op. 109: hence, age, time of life,γένει ὕστερος Il.3.215
, cf. Arist.Rh. 1408a27.V class, sort, kind,τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1
;τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R. 501e
; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti. 17c, cf. R. 434b, Arist.Pol. 1329a27;τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4
;τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol.
Com.1.1, etc.2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm. 129c, al., Arist.Top. 102a31, 102b12, al.;τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph. 1059b36
.3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA 490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA 487b17, 488a4;τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3
;τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69
, al.c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops,ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43
, al. (ii B. C.);οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15
(ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.). -
14 γένε'
γένεα, γένοςrace: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)γένει, γένοςrace: neut nom /voc /acc dual (attic epic)γένεϊ, γένοςrace: neut dat sg (epic ionic)γένει, γένοςrace: neut dat sgγένεε, γένοςrace: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)γένεο, γίγνομαιcome into a new state of being: aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)γένεο, γίγνομαιcome into a new state of being: aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
15 ἐπί
ἐπί (ἐπ, ἐφ; ἔπι following noun governed, P. 5.93, P. 8.89, etc.: following verb in tmesis, O. 3.6, P. 9.124, P. 5.124 coni.: combined with1διά N. 6.48
, I. 4.41, withἐν N. 5.2
)1 prep. c. acc.a to, towardsνίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν P. 3.69
σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[σε fr. 33a.ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116
]επὶ βρέφος οὐρανίου Διὸς[ Pae. 20.9
πορευθέντ' ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 9. τότε βάλλεταὶ τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαὶ fr. 75. 16. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν (v. l. Κυκλωπείων ἐπὶ προθύρων) fr. 169. 7.b over, acrossπέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον I. 4.41
ἁλὸς ἐπὶκῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία) Πα. 7B. 49. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.c in the direction of; onσύ τοι χε-ς θών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες in both directions, on both sides O. 13.57 πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (μετρίως Σ.) Pae. 1.3d of purpose, forἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45
πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον P. 4.178
Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες P. 11.49
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
e against ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον (e Σ supp. Lobel) Pae. 8.1032 c. gen.,a uponἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων O. 1.77
ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι P. 4.273
“ θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” P. 8.46ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
λεχέων ἐπ' ἀμβρότων Pae. 6.140
b in the days of, at the time ofτέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.89
3 c. dat.,a upon, at, on esp. of rivers, springs.πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70
δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82
ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ O. 10.30
ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν O. 13.35
[ τὰ δ' ἐπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ ἕξ (v. l. ὑπ) O. 13.106] “ μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ” P. 4.163ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
Ἰφιγένεἰ ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας P. 11.22
ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.2
ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου N. 1.19
ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπιλτ;γτ; ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13
ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9
ἐπ' Εὐρώτα ῥεέθροις I. 5.33
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων; I. 7.13ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Pae. 6.7
ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ Pae. 6.134
]αις ἐπ Ἰσμηνίαι[ς Πα. 7C. a. 7. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet codd. Plutarchi, non habet pap.) Θρ. 7. 10.b down upon with verb of movement.κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας P. 1.7
“ ἥρως ἐπ' ἀκταῖσιν θορὼν” P. 4.36καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ P. 9.24
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν i. e. run down beasts fr. 106. 2. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ (sc. βαίνειν) fr. 230.c upon, overδόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι Παρθ. 1. 12. τὰν δ ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* [ τοῦτο δόμεν γέρας ἐπὶ Βάττου γένει (codd.: ἔπι Tric.) P. 5.124]d upon, in addition toκλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων, Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ O. 7.82
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84
κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
πέμπτον ἐπὶ εἴκοσιτοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.58
e towards, in the direction ofἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι O. 2.90
Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν O. 8.49
f in respect, consideration ofαἰὼν πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11
Θαλία τε ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
τίμαθεν ἀμφικτιόνεσσιν ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. 45. similarly: θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται i. e. according to P. 2.49 μή τινα παρὰ ματρὶ μένειν ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι at the cost of P. 4.186 [ ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι μέγαλοι (byz.: om. codd.: ἐν add cod. V.) O. 1.113]g in the power ofτὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται. δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
h frag. ] μιᾷ δ' ἐπὶ θήκᾳ[ fr. 169. 49.4 fragg. “ἐπὶ π[ ] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22. ]τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβρ[ο Pae. 15.7
ἐφθέγξάμαν ἔπι [ (Hermann: ἐπί codd.) fr. 177f.5 in tmesis. τρίτον ἔπι στέφανον βαλών (Hermann: ἐπὶ codd.) P. 11.14χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6
ἐπὶ ἄγει O. 2.37
ἐπὶ βαίνει O. 7.45
ἐπὶ τεῦξαι O. 8.32
ἐπὶ τίθησι P. 2.9
ἐπὶ ἔκλαγξε P. 4.23
εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (Tric.: ἐπιδόμεν intellexit Er. Schmid: ἐπὶ codd.) P. 5.124 “ ἐπὶ ἀγείραις” P. 9.54 δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους (v. ἐπιδικεῖν) P. 9.124ἐπὶ νεῦσαν I. 8.45
ἐπὶ ἔχεαν I. 8.58
ἐπὶ πέμπετε fr. 75. 2. ἐπὶ κεῖται Παρθ. 1. 8. -
16 προσήκω
προσήκω (written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), [dialect] Dor. [full] ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. [full] ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—A to have come, be at hand, be present,χρεία προσήκει A.Pers. 143
(anap.);ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph. 229
, cf. OC35, El. 1142; ; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23;τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31
.II metaph., belong to, ; τῷ γὰρ προσήκει.. τόδε; whom does this concern? Id.El. 909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος.. προσῆκε; E.Ba. 1301;νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126
;τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6
, cf. Pl.R. 443a;ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d
, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to.., Id.R. 527d: sts. folld. byπρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100
, cf. D.C. 58.27.b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT 550; Τηρεῖ·.. ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar. Pax 616;προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84
;π. γένει Ar.Ra. 698
: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with.., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37;ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34
;οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20
, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av. 969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems,οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch. 173
; ; ;ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11
, cf. Pl.Phdr. 233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει.. λέγειν' tis not meet that thou.., A.Ag. 1551 (anap.), cf. E.Or. 1071, Pl.Grg. 491d, X.An.3.2.15 (the [tense] impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: [dialect] Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined,προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις.. στέργειν, σὲ δὲ.. νομίζειν Isoc.5.127
: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος)ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46
;ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180
, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.III freq. in Part. as Adj.,1 belonging to one,αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110
, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ([etym.] ἀλλότρια)ἐπικτωμένους Th.4.61
;οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40
, etc.2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24;ἡ π. σωτηρία Th.6.83
;τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R. 332c
; , cf.Epin. 985d;ἔλεος D.21.196
, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.;τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16
; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl. 214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra. 413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb. 36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; soοὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67
: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R. 496a;λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg. 811d
.3 of persons, akin,τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128
, cf. A.Ch. 689;γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1
;οἱ προσήκοντες γένει E.Med. 1304
, cf. Pl.Lg. 874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.;οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14
, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; alsoοἱ π. τινός Th.1.128
, Lys.18.1, Pl.Ap. 34b;οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24
;πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap. 33d
; [dialect] Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R. 539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra. 397b: c. inf., θεὸν.. οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40;οὐδὲν π... ἐπιτάσσειν Id.6.82
, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10;ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht. 196e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήκω
-
17 γένος
γένος, ους, τό (Hom.+; loanw. in rabb.) a noun expressive of relationship of various degrees and kinds.① ancestral stock, descendant ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ of high-priestly descent (s. Jos., Ant. 15, 40) Ac 4:6 (PTebt 291, 36 ἀπέδειξας σεαυτὸν γένους ὄντα ἱερατικοῦ, cp. 293, 14; 18; BGU 82, 7 al. pap). υἱοὶ γένους Ἀβραάμ 13:26 (s. Demetr.: 722 Fgm. 2, 1 Jac.; Jos., Ant. 5, 113; Just., D. 23, 3 ἀπὸ γένους τοῦ Ἀ.); γ. Δαυίδ Rv 22:16; IEph 20:2; ITr 9:1; ISm 1:1. τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν we, too, are descended from him Ac 17:28 (quoted fr. Arat., Phaenom. 5; perh. as early as Epimenides [RHarris, Exp. 8th ser. IV, 1912, 348–53; CBruston, RTQR 21, 1913, 533–35; DFrøvig, SymbOsl 15/16, ’36, 44ff; MZerwick, VD 20, ’40, 307–21; EPlaces, Ac 17:28: Biblica 43, ’62, 388–95]. Cp. also IG XIV, 641; 638 in Norden, Agn. Th. 194 n.; Cleanthes, Hymn to Zeus 4 [Stoic. I 537] ἐκ σοῦ γὰρ γένος …; Dio Chrys. 80 [30], 26 ἀπὸ τ. θεῶν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος; Ep. 44 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 354, 22] γένος ὄντες θεοῦ; Hierocles 25, 474, vs. 63 of the Carmen Aur.: θεῖον γένος ἐστὶ βροτοῖσιν), cp. Ac 17:29.—Also of an individual descendant, scion (Hom.; Soph., Ant. 1117 Bacchus is Διὸς γ.). Jesus is τὸ γένος Δαυίδ Rv 22:16 (cp. Epimenides [VI B.C.]: 457 Fgm. 3 Jac., the saying of Musaeus: ἐγὼ γένος εἰμι Σελήνης; Quint. Smyrn. 1, 191 σεῖο θεοῦ γένος ἐστί).② a relatively small group with common ancestry, family, relatives (Appian, Bell. Civ. 5, 54 §228; Reg. 1a§1; BGU 1185, 18; Jos., Ant. 17, 22; 18, 127; Ath. 32, 3) τὸ γ. Ἰωσήφ Ac 7:13.③ a relatively large people group, nation, people (Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294 Ἑβραίων γένος; 2, 90 §380 Ἰουδαίων γ., the latter also Diod S 34+35 Fgm. 1, 1; 40, 3, 8; Maximus Tyr. 23, 7b; Ael. Aristid. 45 p. 108 D.: τῶν Ἑλλήνων γ.; Achilles Tat. 1, 3, 1; 3, 19, 1; Synes., Ep. 121 p. 258b τὸ Ἐβραίων γ.; TestLevi 5:6 and PsSol 7:8 τὸ γένος Ἰσραήλ; Jos., Bell. 7, 43, Ant. 10, 183 τὸ Ἑβραίων γ.; Just., D. 49, 3 ἐν τῷ γ. ὑμῶν; Demetr.: 722 Fgm. 3 τὸ Ἰουδαίων γ.) Ac 7:19; Gal 1:14; Phil 3:5; B 14:7 (Is 42:6). Of Christians: γένος ἐκλεκτόν a chosen nation 1 Pt 2:9 (Is 43:20; TestJob 1:5; cp. Esth 8:12t; s. JFenton, CBQ 9, ’47, 141f); καινὸν γ. Dg 1; τρίτῳ γένει as a third people (beside gentiles and Jews) PtK 2 p. 15, 8 (s. Harnack, Mission4 I 1924, 259–89); γ. τῶν δικαίων MPol 14:1; 17:1; Hs 9, 17, 5; cp. 9, 19, 1 ἄνομον; 9, 30, 3 ἄκακον. θεοφιλὲς καὶ θεοσεβὲς γ. τῶν Χριστιανῶν godly and pious race of the Christians MPol 3:2 (Plut., Mor. 567f: the Greeks acc. to the divine verdict are τὸ βέλτιστον κ. θεοφιλέστατον γένος; Mel., HE 4, 26, 5 τὸ τῶν θεοσεβῶν γ.). ἄνομον Hs 9, 19, 1. τῷ γένει w. name of a people to denote nationality (Menand., Peric. 9 Kö. [129 S.]; Plut., Dem. 859 [28, 3]; Jos., Ant. 20, 81; BGU 887, 3 and 15; 937, 9 δοῦλος γένει Ποντικός; cp. 2 Macc 5:22; 3 Macc 1:3; B-D-F §197) Mk 7:26; Ac 4:36; 18:2, 24. Pregnant constr. κίνδυνοι ἐκ γένους perils from the people=my compatriots, fellow-Israelites 2 Cor 11:26.④ entities united by common traits, class, kind (Ps.-Xenophon, Cyneg. 3, 1 τὰ γένη τῶν κυνῶν; Apollon. Rhod. 4, 1517 and Just., D. 60, 2 snakes; PTebt 703, 133 [III B.C.] καθʼ ἕκαστον γένος; PGiss 40, 9 παντὸς γένους πολιτευμάτων and oft. pap; Wsd 19:21; Philo; Just., A II, 7, 5 ἀγγέλων … ἀνθρώπων; D. 23:5 τὸ θῆλυ γ.) of plants (BGU 1119, 27 [I B.C.] ταὐτὰ γένη ‘the same species of plants’; 1120, 34; 1122, 23) Hs 8, 2, 7; of fish (Heniochus Com. 3; Jos., Bell. 3, 508) Mt 13:47; of draught animals Hs 9, 1, 8; of cattle in gener. 9, 24, 1; of hostile spirits Mt 17:21; Mk 9:29 (Herm. Wr. 13, 2 τοῦτο τὸ γένος οὐ διδάσκεται). γένη γλωσσῶν (s. γλῶσσα 3) 1 Cor 12:10, 28; γ. φωνῶν 14:10; all humanity B 14:7 (Is 42:6; cp. Ar. 2, 1 τὸ ἀνθρώπινον γ.; Just., A I, 43, 3 al. τὸ ἀνθρώπεινον γ.; 46, 2 al. πᾶν γʼ ἀνθρώπων).—B. 85; 1317. DELG s.v. γίγνομαι p. 222. M-M. -
18 νοθαγενεί
νοθᾱγενεῖ, νοθαγενήςbaseborn: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic doric)νοθᾱγενεῖ, νοθαγενήςbaseborn: masc /fem /neut dat sg (doric) -
19 νοθαγενεῖ
νοθᾱγενεῖ, νοθαγενήςbaseborn: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic doric)νοθᾱγενεῖ, νοθαγενήςbaseborn: masc /fem /neut dat sg (doric) -
20 εὔχομαι
a pray followed by various constructions.I abs.Χάριτες, κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι O. 14.5
]γὰρ εὔχομαι Δ. 1. 15. c. cogn. acc.,εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
II c. acc., pray for χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (Wackernagel: καλύψαιμ codd.) N. 8.37III c. (acc. &) inf., pray, hope thatΤυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν εὔχομαι O. 3.2
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) O. 8.86ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293
εὔχομαι νιν (= Δία) Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέραςἔπι Βάττου γένει P. 5.124
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν (sc. σε) P. 8.67 ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε, i. e. they wished that you were) P. 9.100Ζεῦ πάτερ, εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.15
]α μὲν γὰρ εὔχομαι[ ]θέλοντι δόμεν[ Pae. 16.3
cf. N. 8.37IV dat., + acc. & inf. φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 11.b avow c. (acc. &) inf.τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.53
“ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.97 inf. suppressed, τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται, τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας (sc. εἶναι. ἀντὶ τοῦ καυχῶνται. Σ.) O. 7.23Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ[ Pae. 6.64
ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι καλλιχόρῳ εὐχόμενον βρισαρμάτοις[ (sc. Θήβαις) Δ. 2. 26.c frag. ] ος ευχομ[ P. Oxy. 1792. fr. 39.
См. также в других словарях:
γένει — γένος race neut nom/voc/acc dual (attic epic) γένεϊ , γένος race neut dat sg (epic ionic) γένος race neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένει' — γένεια , γένειον part covered by the beard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
γένε' — γένεα , γένος race neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γένει , γένος race neut nom/voc/acc dual (attic epic) γένεϊ , γένος race neut dat sg (epic ionic) γένει , γένος race neut dat sg γένεε , γένος race neut nom/voc/acc dual (epic ionic) γένεο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nicomachean Ethics — Part of a series on Aristotle … Wikipedia
Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… … Hofmann J. Lexicon universale
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek